Γιάννης Καραγιάννης – Με Μακρυμάνικο Ζεσταίνεσαι, Με Κοντομάνικο Κρυώνεις
- Ημερομηνία Κυκλοφορίας 3/2010
- Εταιρεία ΕΜΙ
Με τον μακρόσυρτο αυτό τίτλο ο Γιάννης Καραγιάννης (κοντραμπασίστας του jazz συγκροτήματος Take The Money And Run) υπογράφει την πρώτη του προσωπική δουλειά ως τραγουδοποιός. Δεκατρία δικά του, σε στίχους και μουσική, τραγούδια χαμηλών εντάσεων που ερμηνεύει μόνος του (συν τα ωραία φωνητικά της Γιασεμής σε κάποια τραγούδια) σε μια παραγωγή που έγινε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από τον ίδιο και αναπόφευκτα διακατέχεται από έναν έντονα προσωπικό χαρακτήρα. Το ρετρό εξώφυλλο με τη χαρτοκοπτική εντείνει αυτή την αίσθηση παραπέμποντας σε παιδικές αναμνήσεις των 80’s. Το ζητούμενο σ’ αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί το πόσο επιτυχημένα μπορούν τα λεπτά, προσωπικά στοιχεία που κινητοποιούν τον δημιουργό σ’ ένα πρώτο επίπεδο, να μετατραπούν τελικά σε ένα καλλιτεχνικό υλικό που να αφορά τελικά και τους (όποιους) άλλους.
Με τις πρώτες ακροάσεις δε γίνεται απολύτως ξεκάθαρο αν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Καραγιάννης δημιουργεί ένα χαλαρό και μελαγχολικό αλλά αρκετά στέρεο μουσικό περιβάλλον με μια λιτή και καλόγουστη ενορχήστρωση (ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο, αρμόνιο και ντραμς) για να αφηγηθεί τις εσωτερικής φύσης ιστορίες του. Εσωτερικοί μονόλογοι, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και παραληρήματα συνθέτουν ένα σύνολο τραγουδιών που δε πασχίζουν να εντυπωσιάσουν ή να τραβήξουν την προσοχή με υπερβολικά στολίδια. Τραγούδια που δεν έχουν ρεφραίν και που καμιά φορά στέκουν επι τούτου ανολοκλήρωτα.
Με λίγη περισσότερη προσοχή και περισσότερες ακροάσεις όμως διαπιστώνει κανείς ότι όλα αυτά δε προδίδουν απουσία νοήματος αλλά ακριβώς το αντίθετο. Με όπλα το υποδόριο χιούμορ, τη λεπτή ειρωνεία και το γνήσιο αλλά καλά κρυμμένο συναίσθημα κάποια τραγούδια (όπως το “Η Αμερική;” ή το “Κάπου Κάπου Στα Ξαφνικά”) αναδεικνύονται σε μικρά διαμαντάκια. Η “Ατσάλινη Γροθιά” που περιγράφει το συναπάντημα δύο πρώην σ’ ένα μπαρ και το “Ο Κύκλος Με Τις Γκόμενες” που παρατηρεί σαρκαστικά τα επανερχόμενα μοτίβο των σχέσεων λειτουργούν ικανοποιητικά ως προς την αμεσότητά τους. Αξίζει επίσης να πούμε ότι οι λάτρεις των φιλμ νουάρ θα βρούνε αρκετές σινεφιλικές αναφορές στο άλμπουμ με αποκορύφωμα το τραγούδι “Lisabeth Scott” που μιλάει για μια βόλτα με τ’ αμάξι συντροφιά με την κινηματογραφική femme fatale. Το ενδιαφέρον σ’ όλα αυτά είναι πως διατυπώνονται μ’ έναν τρόπο αποστασιοποιημένο, σχεδόν αδιάφορο και με στίχους που δε φοβούνται να δηλώσουν την αμηχανία τους. Χαρακτηριστικό και έξοχο, κατ’ εμέ, παράδειγμα: «Δεν πρόκειται να βγω μηχανολόγος/ φοβάμαι και να γίνω μουσικός/ γι’ αυτό θα δω τον καιρό και αναλόγως/ για Βραζιλία θα την κάνω/ ή θα μείνω να πεθάνω/ ή θα πιω μια μπύρα και θα κοιμηθώ».
Είναι σαφές πως όλα αυτά είναι δύσκολο να αγγίξουν τους πάντες ενώ κάποιοι μπορεί να εκλάβουν ως μονοτονία το γεγονός πως το ύφος παραμένει ενιαίο καθόλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Όντως η ατμόσφαιρα, ο τρόπος ερμηνείας, οι ενορχηστρώσεις ελάχιστα δείχνουν να εναλλάσσονται απ’ το ένα κομμάτι στο άλλο. Εν τέλει όμως πιστεύω πως αυτή η ιδιαιτερότητα και το προσωπικό ύφος που ο Καραγιάννης επιτυγχάνει να μπολιάσει στα τραγούδια του είναι αυτό που απαντάει θετικά στο αρχικό ζητούμενο που είχαμε θέσει. Τελικά ο κάπως παράδοξος τίτλος του άλμπουμ φαίνεται να δικαιώνεται απ’ το άκουσμα των τραγουδιών που περιγράφουν στο σύνολό τους ένα αίσθημα ανοικειότητας. Οι ήρωες των τραγουδιών βιώνουν ένα είδος απομόνωσης, μια δυσκολία επικοινωνίας, ενώ δε φαίνονται να αισθάνονται ότι ανήκουν πουθενά. Είναι άτομα που «δε βγαίνουν απ’ το σπίτι, όμως πάνε συχνά στην …Αμερική». Αν κάποιος βγάζει νόημα απ’ τα παραπάνω είναι πιθανό πως θα βρει ενδιαφέρον σ’ αυτό τον δίσκο. Οι υπόλοιποι απλά ας προσπεράσουν.
Κείμενο: Αλέξης Βούκαλης
Πρώτη δημοσίευση: 4 Οκτωβρίου 2010, στο avopolis.gr