Διονύσης Σαββόπουλος – Το Κούρεμα
Ήταν καλοκαίρι του 1989 όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος κυκλοφόρησε τον πιο αμφιλεγόμενο και μάλλον λιγότερο πετυχημένο εμπορικά δίσκο της καριέρας του. Είκοσι χρόνια μετά ούτε ο δημιουργός του, ούτε και κανείς άλλος δείχνει να έχει τη διάθεση να γιορτάσει τούτη την επέτειο. Όχι άδικα, μιας και για τους περισσότερους η εποχή εκείνη -με όλα της τα συμφραζόμενα- παραπέμπει σ’ ένα καθεστώς βαθιάς παρακμής για το νεοελληνικό κράτος, ενώ για τον Σαββόπουλο μένει να θυμίζει την απαξίωσή του από τους πιο πολλούς θαυμαστές και πρώην συντρόφους του και την αρχή ενός εξαιρετικά δύσκολου (όπως έχει ο ίδιος διηγηθεί) διαστήματος για την επαγγελματική του πορεία. Αφορμή για το τελευταίο στάθηκε αυτό το δισκάκι με τα μόλις οκτώ τραγούδια, που ήταν όμως αρκετά για να ξεσηκώσουν θύελλα αντιδράσεων.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή ας θυμηθούμε τηλεγραφικά την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή· οι τεράστιες προσδοκίες που είχε φέρει ο αέρας της «Αλλαγής» στο μεγαλύτερο -και πιο καταπιεσμένο- κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας έμοιαζαν να διαψεύδονται οικτρά. Τα οικονομικά και ροζ σκάνδαλα, ο κίτρινος τύπος, το πολιτικό χάος και η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα, σε συνδυασμό με τον διχασμό και την άθλια αισθητική της εποχής είχαν φέρει θυμό, απογοήτευση και θλίψη σ’ αυτούς που πίστεψαν με αθωότητα -ίσως και αφέλεια- στο όραμα του σοσιαλισμού και γενικότερη ασφυξία σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.
Μέσα σ’ αυτές, πάνω-κάτω, τις συνθήκες κυκλοφόρησε το Κούρεμα κι ενώ ο Σαββόπουλος επαγγελματικά ερχόταν από μάλλον ευδαιμονικές συγκυρίες. Έχοντας ελάχιστα κοπάσει η επιτυχία από το υπερβολικά δημοφιλές «Τραπεζάκια Έξω» έξι χρόνια πριν και τη μεγαλοπρεπή συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο (την οποία εδώ φτάνει να χαρακτηρίσει, ούτε λίγο – ούτε πολύ, ως το απόλυτο κενό) κι έχοντας περάσει μόλις δύο από την ολοκλήρωση της εξίσου επιτυχημένης τηλεοπτικής του εκπομπής «Ζήτω Το Ελληνικό Τραγούδι», ο δίσκος που εξετάζουμε τον βρίσκει σε μια αναπάντεχα κακή διάθεση. Η βαρυθυμία του αυτή διατυπώνεται ρητώς από την πρώτη κιόλας στιγμή: «Μην περιμένετε αστειάκια και σάτιρες/ γνωστοί μου ξένοι/ για τις κλοπές του Κοσκωτά/ για του αρχηγού την ερωμένη» ξεκόβει αυστηρά στους ακροατές του (με τη γλυκιά μελωδία και τη φωνή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη να προσπαθούν να απαλύνουν κάπως το κλίμα). Κι όσο κι αν η παραπάνω φράση μεταφέρει εύστοχα την αίσθηση της εποχής, οι επόμενοι στίχοι μοιάζουν να χάνουν τον στόχο κάνοντας μια εντελώς αψυχολόγητη και άδικη επίθεση στη σάτιρα και τους σατιρικούς καλλιτέχνες εν γένει: «Σ’ αυτά διαπρέπουν κάτι ατσίδες/ κάτι μίμοι, κάτι νάνοι/ στα ρεζιλίκια μας τοκίζοντας/ κανείς ποτέ δε χάνει». Αυτό το σχήμα της εύλογης διαπίστωσης και της αυθαίρετης προέκτασης επικρατεί σε ιδιαιτέρως γενικευμένο βαθμό σ’ ολόκληρο το album, προσφέροντας κάποιες απίστευτα οξυδερκείς πολιτικές παρατηρήσεις («ήμασταν πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία/ και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία»), αλλά και κάποιες άλλες -που θα εξετάσουμε παρακάτω- με φανερή την απουσία μιας ψύχραιμης, λόγω οργής, θεώρησης.
Η οργή αυτή γίνεται η αιτία για μερικές απ’ τις πιο άμεσες καταθέσεις του Σαββόπουλου στη μέχρι τότε καριέρα του. Πράγματι τα περισσότερα τραγούδια αποτελούν ευθείες καταγγελίες και απουσιάζουν από αυτά κάποια συνήθη χαρακτηριστικά του τραγουδοποιού, όπως η ποιητικότητα κι ο υπαινιγμός. Χαρακτηριστικά στο τραγούδι με τον τίτλο «Κωλοέλληνες» εντελώς αντιποιητικά και δίχως κανένα τακτ τα «χώνει» συνολικά σ’ έναν λαό που, κατά τη γνώμη του, ανέχεται ή και στηρίζει την πορεία του κράτους προς την κατάρρευση («πέντε αιώνες δύσης εθνικής/ θα ζήσεις από δω και μπρος»), έχοντας απομακρυνθεί «απ’ ότι ελληνικό στον κόσμο αυτό». Παράλληλα δε παραλείπει να ξεδιπλώσει και το όραμα που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από παλαιότερα για τους «Πανέλληνές» του κι άλλες εθνικές ακροβασίες που τον απομακρύνουν ακόμα περισσότερο απ’ τον παλιό του, καλλιτεχνικό, εαυτό.
Στο Κούρεμα όμως δεν εκφράζεται μονάχα οργή και απογοήτευση. Κάτι τέτοιο θα παραήταν απλοϊκό για έναν δημιουργό της αξίας του Σαββόπουλου. Πάνω απ’ όλα το Κούρεμα είναι μια ουσιαστική και τολμηρότατη αυτοκριτική κι ένα προσωπικό «ξεγύμνωμα» του ίδιου και της γενιάς του. Το εξώφυλλο άλλωστε δεν αποτελεί παρά μια εικονογράφηση του στίχου «Μα εμείς που είμαστε οι ίδιοι ποιητές πώς να κρυφτούμε/ οι κουρεμένοι επαναστάτες τι να πούμε». Αυτός ο σκεπτικισμός για την ευθύνη των διανοουμένων, των οραματιστών και των εν γένει επαναστατών στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας ίδιας, ή και χειρότερης, μ’ αυτή που αντιμάχονται είναι που νοηματοδοτεί και δικαιώνει το Κούρεμα. Έτσι απέναντι στους φρικαλέους «τσιφτετέλληνες», ο Σαββόπουλος παρατάσσει ευφυώς τους Εκδρομείς του ’60 («Εμείς του ‘60»), αυτόν και τη γενιά του δηλαδή που όσο κι αν απέτυχαν να υλοποιήσουν τα οράματά τους, ακόμα κι αν ήταν οι ίδιοι που «εμφυσήσανε το νέφος που εντός του επωάστηκαν όλοι αυτοί» κατάφεραν εν τέλει να μείνουν «αμόλυντοι απ’ το (εκάστοτε) καθεστώς» και να υπάρχουν ακόμα και να ονειρεύονται «τη γη του θησαυρού, τους τίτλους του ουρανού, το αίμα του Θεού».
Το «Μητσοτάκ» και το «Ο Γιος Μου Πάει Στον Στρατό» αντίθετα υπήρξαν οι δύο βασικοί λόγοι για την απαξίωση του Κουρέματος και για τις πιο πολλές αντιδράσεις που προέκυψαν από φίλους κι εχθρούς. Στο πρώτο ο Σαββόπουλος σοκάρει τους πάντες προσφέροντας την υποστήριξή του στον αρχηγό της δεξιάς παράταξης ως μία κίνηση τακτικής (όπως το έθεσε ο ίδιος τουλάχιστον) με απώτερο στόχο την απομάκρυνση του τότε πρωθυπουργού. Αντι-πολιτική την ονομάζει αυτή την κίνηση κι όσο απλοϊκή κι αν είναι η λογική του λιγότερο κακού, το τραγούδι αυτό φαντάζει σήμερα ως ένας προάγγελος της μετέπειτα καταπράυνσης των εθνικών μας διχασμών και της απομυθοποίησης των «μεγάλων» ηγετών. Το «Ο Γιος Μου Πάει Στον Στρατό» από την άλλη είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία, αφού το ατόπημα του δημιουργού δείχνει μεγαλύτερο. Με αφορμή τη στράτευση του γιου του, ο Σαββόπουλος ανακαλεί στη μνήμη τη δική του περίπτωση, της απαλλαγής από τη στρατιωτική θητεία με τη γνωστή μέθοδο του «Ι5 ψυχολογικό». Μόνο που τώρα δηλώνει μετανιωμένος γι’ αυτή του την απόφαση κι όσο κι αν προσπαθεί να το αιτιολογήσει με κουτά επιχειρήματα («είναι στιγμές που αμφισβητώ/ τον ίδιο μου τον ανδρισμό»), μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει ότι πίσω από τη χοντροκομμένη του μεταμέλεια κρύβεται και πάλι το σθεναρό του μένος για τον τότε πρωθυπουργό, με τον οποίο η επικαιρότητα της εποχής τον είχε φέρει να βρίσκεται στο ίδιο γκρουπ, αυτό των τεχνηέντως απαλλαχθέντων. Η εμμονή του αυτή όμως τυφλώνει τον Σαββόπουλο και τον κάνει να μη μπορεί να δει ότι μ’ αυτό του το τραγούδι αδικεί και προσβάλλει βάναυσα μια σειρά ανθρώπων που μέσα στα χρόνια αρνήθηκαν συνειδητά τη στράτευση για λόγους πολιτικούς, ιδεολογικούς και ανθρωπιστικούς, πληρώνοντας αυτή τους την απόφαση με τεράστιο προσωπικό και κοινωνικό κόστος. Ακόμα κι εκεί όμως που αραδιάζει ανοησίες, όπως αυτή που ζητάει απ’ το Πεντάγωνο να τον καλέσει ξανά για να υπηρετήσει τη θητεία που είχε με δόλο αποφύγει (αν ο στρατός διέθετε την παραμικρή αίσθηση χιούμορ θα είχε δεχτεί την πρό(σ)κληση και θα είχαμε ζήσει σκηνές απείρου κάλλους), καταλήγει στο τέλος μ’ ένα μαγευτικό τετράστιχο για το δια βίου χρέος του καλλιτέχνη στην κοινωνία που έρχεται να θυμίσει το τεράστιο μέγεθος του ταλέντου του.
Η αίσθηση αυτού του χρέους είναι τελικά που οδηγεί τον Σαββόπουλο να εκτεθεί με αυτό το album συνειδητά και θαρραλέα μπροστά στο κοινό, «θυσιάζοντας» τον ίδιο του τον εαυτό με έναν πρωτόγνωρο εικαστικά τρόπο. Το κόψιμο των γενιών και των μακριών μαλλιών -σήμα κατατεθέν του ίδιου αλλά και της αντισυμβατικότητας μιας ολόκληρης εποχής- έρχεται να σημάνει την παραδοχή της ήττας, αλλά και την εκούσια ανάληψη μιας ευθύνης μεγαλύτερης ίσως απ’ όσης του αναλογεί. Θέλησε επί τοις ουσίας να χρησιμοποιήσει το κουρεμένο του πρόσωπο ως έναν καθρέφτη που θα φανερώνει στην κοινωνία τον δικό της άσχημο και συμβιβασμένο εαυτό, χωρίς να της στερεί ωστόσο και την ελπίδα μιας διεξόδου («Τα ίδια λάθη έχουμε κάνει εσείς κι εγώ τα ίδια λάθη/ μα η έφοδός μας προς το φως, στολίδια έχει αυτά τα λάθη»). Σαφώς και οι αφορμές που υπήρχαν στο album για επικρίσεις δεν ήταν λίγες και οι πολιτικές παλινδρομήσεις του δε θα μπορούσαν να συγχωρεθούν εύκολα με τα δεδομένα της εποχής, αλλά αυτό που έκανε το Κούρεμα τόσο έντονα αντι-δημοφιλές ήταν, έχω την αίσθηση, η ωμότητα που χρησιμοποίησε ο Σαββόπουλος για να εκφράσει τις αλήθειες του. Δεν είναι λίγο σε ακροατές που έχουν καλομάθει με κανακέματα του τύπου «Εθνική Ελλάδος γεια σου!» να ψέγονται τώρα ξαφνικά ως «κωλοέλληνες».
Το μεγαλύτερο όμως «αμάρτημα» του Σαββόπουλου ήταν ότι χάριν αυτής της ωμότητας και του πάθους του να εκφράσει αυτά που ήθελε παραγκώνισε και σε κάποιες περιπτώσεις εγκατέλειψε εντελώς τη μούσα του (όπως στο «Η Αποτυχία Της Αριστεράς» που πίσω απ’ τον βαρύγδουπο τίτλο του κρύβεται μια ακόμα, όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένη, έκφραση δυσαρέσκειας για την τότε κυβέρνηση). Γι’ αυτό και το Κούρεμα θεωρείται ίσως ο χειρότερος δίσκος της, σπουδαίας, καριέρας του, έστω κι αν οι σκέψεις που εμπεριέχονται σ’ αυτόν, η πληθώρα αναφορών και συνδηλώσεων, μόνο αδιάφορο δεν τον αφήνουν να γίνει. «Μη πετάξεις τίποτα» θα βιαστεί να δηλώσει λίγα χρόνια αργότερα κι εμείς θα έρθουμε να συμφωνήσουμε μαζί του. Εξάλλου με το «Καλοκαίρι», το τελευταίο τραγούδι του δίσκου, αποδεικνύει ότι η μούσα του είναι ακόμα παρούσα. Σκορπώντας εικόνες, ήχους κι εντυπώσεις μ’ έναν έξοχα κινηματογραφικό τρόπο, κλείνει έναν ακραία πολιτικό δίσκο με έναν γλυκόπικρο, προσωπικό τόνο, γιορτάζοντας το καλοκαίρι και θρηνώντας το χαμό του, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα τον αμετάκλητο ερχομό και της δικής του ωριμότητας.
Κείμενο: Αλέξης Βούκαλης
Πρώτη δημοσίευση: 10 Ιουλίου 2009, στο avopolis.gr