Γιάννης Μηλιώκας: Συνέντευξη
Οι καλοκαιρινές συναυλίες με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη σήμαναν την επανεμφάνισή σας στις ζωντανές εμφανίσεις, μετά από περίπου 17 χρόνια. Πείτε μας τι σημαίνει για σας αυτή η επιστροφή.
«Προς τα έξω φαίνεται σαν επιστροφή, αλλά για μένα είναι η συνέχεια μιας πορείας – ποτέ δεν έφυγα από κάτι, απλώς συνεχίζω. Κι άλλοτε τα βήματα μου είναι φωτισμένα από την επικαιρότητα κι άλλοτε είναι διακριτικά. Αυτά τα χρόνια έκανα πράγματα που με έκαναν να αισθανθώ πραγματικός καλλιτέχνης. Εφόσον όμως δεν έχω παρουσιάσει μέχρι στιγμής κάτι καινούργιο προς τα έξω – εκτός απ’ το ότι ήρθα – και χωρίς να έχω λόγο να κρύψω όσα έκανα, δεν θα τα σχολιάσω. Νομίζω ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να χαιρόμαστε με τις δηλώσεις κάποιων ανθρώπων οι οποίοι έχουν κάνει κάτι κι όχι για αυτό που θα κάνουν. Αυτό λοιπόν που ξαναήρθα εγώ για να κάνω – και θα κάνω – θα φανεί στα δύο επόμενα χρόνια».
Στις συναυλίες του καλοκαιριού υπήρχαν πολλοί πιτσιρικάδες, οι οποίοι έχουν αγαπήσει τα τραγούδια σας χωρίς να γνωρίζουν το πρόσωπο που τα έγραψε. Πώς το εισπράξατε αυτό; Νιώσατε νέους ανθρώπους που να χαίρονται με την παρουσία σας;
«Απ’ την αρχή αυτό ήθελα να ζήσω. Γιατί μετά, όταν γίνεται γνωστή η φάτσα μπερδεύεται με το στυλ, με τις δηλώσεις και τις εμφανίσεις κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι δικαιολογούν αυτό που ΔΕΝ κάνουν και παρουσιάζουν κάτι που ΘΑ κάνουν. Στο μέτωπο γράφει είσπραξη κι όχι απόδοση. Το να μη σε ξέρει φυσιογνωμικά κάποιος που σ’ αγαπάει εμένα μου ταιριάζει. Δεν μπορώ να πω ότι είναι κάτι που θα πρέπει να ακολουθήσουν και οι άλλοι, απλώς εμένα μου πάει. Με βόλεψε δηλαδή τα χρόνια που έλειπα πάρα πολύ, γιατί ήθελα να δω την πραγματική μου αξία, το πραγματικό μου εκτόπισμα. Τι αξίζω στην καθημερινότητα. Γιατί υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αν είσαι γνωστός και έχεις και διάθεση και πρόθεση να το εκμεταλλευτείς αυτό βοηθάει πάρα πολύ το σύστημα. Κάτι που εμένα με ενοχλεί και κάτι το οποίο το σπουδάζω και προσπαθώ να το αποφύγω. Δηλαδή υποχρεούμαι να μείνω στην ουρά όσο κι αν επιμένουν κάποιοι να με βοηθήσουν. Δεν θέλω να εισπράξω τέτοιου είδους διαφορές, γιατί δεν θέλω να εισπράξω και τον θαυμασμό, όπως δηλώνεται από ανθρώπους οι οποίοι μ’ αγαπάνε. Εγώ θέλω να μ’ αγαπάνε σαν φίλο, γιατί κι εγώ σαν φίλους τους αγαπώ. Δεν μπορώ να μη φροντίζω να υπάρχει αυτή σχέση σ’ αυτό το επίπεδο και στο ίδιο ύψος».
Στις εμφανίσεις σας μέχρι τώρα έχετε επιλέξει να παρουσιάσετε μόνο τα πολύ γνωστά σας τραγούδια, αυτά που έχει αγαπήσει ο κόσμος, αφήνοντας τελείως εκτός πολλά λιγότερο γνωστά – πλην σημαντικά – τραγούδια. Γιατί κάνατε τη συγκεκριμένη επιλογή;
«Πάντοτε ουδέν κακό αμιγές καλού και τούμπαλιν. Είχα να κάνω με την πραγματικότητα η οποία μου παρουσιάστηκε από τους καλούς μου φίλους- συνεργάτες της σκηνής, οι οποίοι κάνοντας μια ανάγνωση πολύ πιο καθημερινή απ’ αυτή που έκανα εγώ που τόσα χρόνια έλειπα, διαπίστωσαν ότι τα γνωστά τραγούδια χρειάζονται όταν πας να εμφανιστείς κάπου. Έτσι, σε εισαγωγικά και μέσα σε φιλικά πλαίσια, με υποχρέωσαν να παρουσιάσω κάποια παλιά τραγούδια και φρόντισα και τραγούδια που θα είναι καινούργια να μοιάζουν λίγο με τα παλιά, να αποτελέσουν λίγο συνδετικό κρίκο».
Υπάρχουν σκέψεις να γίνει στο μέλλον μια συνολικότερη παρουσίαση του έργου σας σε κάποια μουσική σκηνή;
«Όσο κακή ανάγνωση να κάνει κάποιος της συμπεριφοράς μου και των επόμενων κινήσεών μου, θα πρέπει να μη μπορεί να δει μέσα έναν εγωισμό του τύπου βγαίνω μόνος μου να πω καινούργια πράγματα και ξεχνάω τα παλιά, ή βγαίνω μόνος μου γιατί οι άλλοι δεν έχουν κανένα κοινό χαρακτηριστικό με μένα. Η παρέα με καλούσε εδώ και 5 χρόνια να έρθω και μέσα σ’ αυτή την παρέα, μέσα σ’ ένα πρόγραμμα όσο μεγάλο και να είναι, εκ των πραγμάτων δεν χωρούν τόσα πολλά τραγούδια. Έπρεπε λοιπόν να κάνω κάποιες επιλογές που θα ήταν σε εισαγωγικά καθ’ υπόδειξη των φίλων μου, συνεργατών μου. Το ότι θα βγω όμως είναι αναφαίρετο δικαίωμά μου και υποχρέωσή μου και θα γίνει πάρα πολύ σύντομα. Δηλαδή, όπως μου το είπε ένας πιτσιρίκος: «σε θέλουμε στεγνό!». Έρχομαι σε λίγο «στεγνός». Να πω τα δικά μου τραγούδια και όπου εκεί μπορώ να πω και κάποια καινούργια «παράξενα».
Υπάρχει κι ένας καινούργιος δίσκος που θα κυκλοφορήσει σύντομα. Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτόν.
«Δεν είναι ακριβώς καινούργιος δίσκος, ένα best of είναι, τα παλιά διαλεγμένα και τέσσερα καινούργια. Είναι η “ΔΕΗ” που έχουμε γράψει με τη Γεωργία Γραμματικού, με την οποία είμαστε συνεργάτες από παλιά και τώρα είμαστε μαζί και στη νέα μου προσπάθεια. Έχει εξελιχθεί σε τραγουδοποιό και γράφουμε μαζί τραγούδια. Απ’ ό,τι σχεδιάζουμε, εκείνη θα αναλάβει τα «γυναικεία» τραγούδια κι εγώ τα «αντρικά», ώστε να παρουσιάσουμε μια οπτική γωνία όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Εφόσον θα βρούμε το ιδεολογικό μας στίγμα και δούμε τα πραγματικά προβλήματα που μπορούμε να περιγράψουμε και εάν μπορούμε να δώσουμε και κάποια λύση σ’ αυτά – γιατί στις μέρες μας έχω παρατηρήσει ότι έχει ξεφύγει το παιχνίδι κι ένα μεγάλο ποσοστό καθηγητών «εμφανίζεται» εκεί όπου έπρεπε να διδάσκει κι ένα ποσοστό των καλλιτεχνών προσπαθεί ή οφείλει να διδάσκει. Αυτής της σχολής είμαι εγώ, θέλω τουλάχιστον τα βιώματά μου και τις παρατηρήσεις μου να τις καταγράφω κι αν μου κάτσει και καμία λύση πολύ ευχαρίστως. Τα υπόλοιπα καινούργια είναι ένα που λέγεται “Για Την Αγάπη”, είναι ο “Χαραμοφάης” και το “Vamos Αλάνια”, που είναι ένα τραγούδι γραμμένο εδώ και δέκα-δώδεκα χρόνια. Περιγράφει μια κατάσταση από την οποία πέρασα. Δεν ζω αυτή τη φάση τώρα κι αν δεν το αγαπούσε τόσο πολύ ο παραγωγός μου – ο Νεκτάριος Κόκκινος – κι αν δεν ήταν η σχέση μας τόσο φιλική δεν θα το ’βαζα στον δίσκο».
Αλλάξατε παραγωγό μετά από πολλά χρόνια συνεργασίας με τον Ηλία Μπενέτο…
«Άλλαξα εκ των πραγμάτων παραγωγό, γιατί ο Ηλίας Μπενέτος έφυγε από την εταιρεία κι έχει κάνει ένα δικό του label, στο οποίο θα συνεργαστούμε αργότερα. Προς το παρόν υπάρχουν δεσμεύσεις κι από τις δύο πλευρές με υπογραφές. Σεβόμαστε τις υπογραφές κι αυτοί που τις έχουν βάλει αντίστοιχα από την άλλη πλευρά σέβονται ότι δεν θα συνεχίσουμε για πάντα με υπογραφές».
Στα τραγούδια σας συνυπάρχουν το χιούμορ κι η απελπισία, άλλοτε υπερισχύει το ένα, άλλοτε το άλλο. Είναι το χιούμορ για σας ένας τρόπος εκτόνωσης της απελπισίας;
«Εγώ την αλήθεια υπηρετώ. Δεν είναι δύσκολο μέσα στο ανέκδοτο να ανακαλύψεις την τραγικότητα της ιστορίας. Η οποία όμως μεταφέρεται από στόμα σε στόμα σαν ένα είδος καλαμπουριού. Και το σοβαρό άμα το ζήσεις πολύ κάποια στιγμή απομυθοποιείται κι αυτό, ξεδιαλύνει, αραιώνει, εξωραΐζεται και γελάς. Δηλαδή, άμα γλιστρήσεις και σπάσεις το πόδι σου εκείνη την ώρα πονάς, ταλαιπωρείσαι κλπ. Μετά όμως από μερικούς μήνες ή έναν χρόνο, αρχίσεις και γελάς με τον τρόπο που έπεσες και τον τρόπο που το αντιμετώπισες».
Πολλά από τα τραγούδια σας αγαπήθηκαν κι έγιναν επιτυχίες. Υπάρχει όμως ένα συγκεκριμένο που είναι ιδιαίτερα ξεχωριστό. Αναφέρομαι φυσικά στο “Για Το Καλό Μου”. Αναρωτιέμαι αν και κατά πόσο είναι ψυχοφθόρο για εσάς να τραγουδάτε καθημερινά ένα τραγούδι με τέτοιο ειδικό βάρος.
«Πέρασα από τρεις φάσεις μ’ αυτό το τραγούδι. Η μία ήταν όταν ήθελα να βγάλω το απωθημένο μου, γιατί είναι σ’ ένα 85% βιώματά μου. Η άλλη φάση ήταν ότι άρχισε να με ενοχλεί και να με κουράζει γιατί το είχα πει και είχα ξεθυμάνει και η τρίτη ήταν η ανάγκη που ένοιωσα ότι έχει κάποιος – που πιθανώς αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη θέση μου και θέλει να ακούσει όλη αυτή την πορεία – πώς διανύεται και πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος. Και μ’ αυτή την αίσθηση νομίζω ότι θα το τραγουδάω «όσο έχω φωνή», που λέει το παλιό τεμάχιο… Τραγούδησα για μένα, κουράστηκα και τώρα τραγουδάω για τους άλλους έχοντας την αίσθηση ότι σε κάτι βοηθάει. Για να το θέλουν τόσο πολύ, δεν είμαι τόσο μίζερος να το αρνηθώ. Το έχω ξεπεράσει αλλά δεν είμαι εγώ, δεν είμαι μόνο εγώ. Είμαστε μια παρέα».
Είστε – κατά τη γνώμη μου – ένας πολύ ξεχωριστός τραγουδοποιός κι αυτό είναι κάτι που φάνηκε από τον πρώτο κιόλας δίσκο σας. Ποιες ήταν αλήθεια οι επιρροές σας, τα ακούσματά σας όταν πρωτοξεκινήσατε να γράφετε τραγούδια;
«Θυμάμαι ότι δεν είχα δικό μου στερεοφωνικό κι αυτό από ένα σημείο και μετά με βοήθησε, γιατί ακούγοντας από ραδιόφωνο, από τηλεόραση, από φιλικά σπίτια, από το ταξί, απ’ τον κινηματογράφο κατάφερα να μη δεσμευτώ σ’ ένα στυλ το οποίο θα το αγαπήσω και θα με ακολουθεί μια ζωή. Θα έλεγα ότι τα άκουσα όλα. Αυτό που μπόρεσα να ξεχωρίσω είναι τα καλά τραγούδια, η καλή μουσική. Στην αρχή λόγω ηλικίας ξεκίνησα να γράφω τραγούδια εξηλεκτρίζοντας ουσιαστικά τις ιδέες μου γιατί παλιά είχα γκρουπ, αλλά επίσης ήμουν και χρόνια σε λαϊκά μαγαζιά παίζοντας κιθάρα. Εκεί, επειδή παίζονται όλα τα τραγούδια, κάποια στιγμή κατάλαβα ότι υπάρχουν και κάποια αριστουργήματα. Στην τελική μου έκανε καλό, δεν κόλλησα πουθενά. Τα ακούω όλα, φτάνει να είναι ωραία».
Έχω την εντύπωση ότι τώρα που επιστρέψατε είστε πιο ανοικτός σε συνεργασίες απ’ ότι παλιότερα, έτσι δεν είναι;
«Οι συνεργάτες μου από παλιά ήταν όσοι με γούσταραν. Δεν πήρα ποτέ ένα τηλέφωνο να πω «θέλεις να κάνουμε κάτι;». Απλώς συμφωνούσα σ’ αυτά που κάποιοι μου πρότειναν. Και μετά έκλεισε ο κύκλος και την κοπάνησα. Το ίδιο γίνεται και τώρα. Ο Λαυρέντης χρόνια με καλεί από το μικρόφωνο… και ήρθα! Δεν είναι σνομπ αυτό που λέω. Από πιτσιρίκος πήγαινα σε πάρτι στα οποία θα με καλούσαν δέκα φορές για να πάω. Για να είμαι σίγουρος ότι με αγαπάνε, ότι με θέλουνε. Δεν ήθελα να πάθω στη ζωή μου αυτό που λέει η παροιμία: «Κάποιον δεν τον ήθελαν στο χωριό και αυτός ρωτούσε που είναι το σπίτι του παπά». Ήθελα να είμαι σίγουρος ότι θέλουν να είναι μαζί μου κι από κει και πέρα ένας άνθρωπος ο οποίος σε αγαπάει και σε θέλει, έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να σου μοιάζει κιόλας και να βρεις τα κοινά σημεία. Αυτές είναι οι συνεργασίες μου με βάση τη φιλία και το να ταιριάζουν τα χνώτα».
Δισκογραφικά, έχετε ήδη δώσει ένα τραγούδι για τον τελευταίο δίσκο του Δημήτρη Μητροπάνου με τίτλο “Μια Εκδρομή” κι ένα τραγούδι στον Γιάννη Πλούταρχο, που το είχατε τραγουδήσει παλιότερα με τον Στέλιο Ρόκκο. Πώς προέκυψαν αυτές οι συνεργασίες;
«Με τον Μητροπάνο ήμασταν στο Rex το 1991, μαζί με τη Γεωργία, τη Βλαχοπούλου, τον Νικολόπουλο, και τη Γλυκερία σ’ ένα σχήμα που ο καθένας είχε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης στο τραγούδι, αλλά τελικά αυτό το πράγμα ο ακροατής το απολάμβανε στο σύνολό του. Κι από εκεί γίναμε φίλοι. Συν το ότι ο Ηλίας Μπενέτος ήταν παραγωγός και των δύο. Ο Μήτσος για μένα είναι ο αμέσως επόμενος μετά τον Μπιθικώτση. Είναι δωρικός τραγουδιστής, δεν βάζει σάλτσες και το κυριότερο απ’ όλα είναι ψυχάρα και παλικάρι. Το “Δεν Θέλω Άλλο Παραμύθι” το ερωτεύθηκε ο Γιαννάκης και το πήρε. Πήγαμε να του δώσω κάποια άλλα τραγούδια και του είπα ότι έχω ένα απωθημένο, ότι ενώ το είχαμε κάνει με τον Στέλιο και παρόλο που το είχε βάλει τίτλο του δίσκου του, το έβαλε τελευταίο σε σειρά και δεν το τραγούδησε ποτέ ζωντανά. Έτσι βρέθηκε ο Γιάννης αντί να ακούσει τα καινούργια τραγούδια, να μελετάει δύο μέρες στο στούντιο αυτό το τραγούδι. Ήθελε πάρα πολύ να το πάρει. Κι εγώ ήθελα πάρα πολύ να ακουστεί να σου πω την αλήθεια».
Έχετε πει ότι υπάρχει κι ένα υπό έκδοση βιβλίο που ετοιμάζεται πολλά χρόνια. Θα θέλατε να μας δώσετε κάποιες λεπτομέρειες γι’ αυτό;
«Λεπτομέρειες αποκλείεται να πω γιατί είναι αυτό που ΘΑ γίνει… Υπάρχει ο εκδοτικός οίκος, υπάρχει το υλικό. Να χτυπήσω ξύλο – να χτυπήσω δάσος μάλλον – δεν είναι αυτοβιογραφικό, ούτε κουτσομπολίστικο. Είναι κάτι που έπρεπε να μάθω κι άλλα πράγματα για να αισθανθώ ότι είμαι σε θέση να γράψω. Είναι για την Αρχαία Ελλάδα».
Θα υπάρχει συνέχεια λοιπόν…
«Αυτή είναι η πρώτη προσέγγιση. Μέχρι στιγμής αυτά μπορούμε να πούμε. Σιγά-σιγά θα αρχίσουμε να λέμε πράγματα ουσίας. Ένα «καλώς όρισες» είναι κι ένα «καλώς σας βρήκα». Δεν σκοπεύω μετά από τόσα χρόνια να την ξανακοπανήσω, γιατί είμαι προετοιμασμένος για το επόμενο επεισόδιο και θα παρουσιάσουμε με τη Γεωργία πολύ ωραία πράγματα. Έχουμε ένα στούντιο όπου προσπαθούμε να βγάλουμε τον προσωπικό μας ήχο κι ελπίζουμε σε κάνα χρόνο να είναι γεγονός. Σιγά-σιγά… Αυτή η – σε εισαγωγικά – αποχή, μού έδωσε να καταλάβω ότι οφείλω να διατηρώ την ταχύτητα που απέκτησα αυτά τα χρόνια. Η οποία είναι λίγο πιο αργή και καμιά φορά αρκετά πιο αργή. Δεν είμαι διατεθειμένος να μπω στους τρελούς ρυθμούς αυτής της τρελής χώρας γιατί θα είναι σαν να ακυρώνω όλη μου αυτή τη συμπεριφορά όλα αυτά τα χρόνια που έλειπα. Για να μπορέσεις να αισθανθείς 24 ώρες το 24ωρο καλλιτέχνης πρέπει να αλλάξεις ρυθμό. Κι αυτός ο ρυθμός δεν γίνεται όσο είσαι στα πράγματα συνεχώς, χρειάζεται να απομακρυνθείς ένα χρονικό διάστημα. Εύχομαι σε όλους να απομακρυνθούν όχι 17, αλλά τουλάχιστον 5 χρόνια. Θα τους κάνει πάρα πολύ καλό».
Κείμενο: Αλέξης Βούκαλης
Πρώτη δημοσίευση: 03 Απριλίου 2009, στο avopolis.gr